- ψυχογραφώ
- (ε) μετ. психол, составлять психограмму
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχογραφώ — έω, Ν περιγράφω τις ψυχικές ιδιότητες ενός προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Π. Τριανταφυλλίδη] … Dictionary of Greek
ψυχογραφώ — ψυχογράφησα, περιγράφω τις ψυχικές ικανότητες ενός ατόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχογράφημα — το, Ν [ψυχογραφώ] η περιγραφή τών ψυχικών διαθέσεων ενός προσώπου … Dictionary of Greek
ψυχογράφημα — το, ατος το αποτέλεσμα του ψυχογραφώ, η περιγραφή των ψυχικών διαθέσεων ενός ατόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)